- κατηγλαισμένος
- καταγλαίζωglorifyperf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταγλαΐζω — καταγλαιζω (AM) παθ. καταγλαΐζομαι δοξάζομαι μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατηγλαϊσμένος, η, ον περίφημος, ξακουστός αρχ. 1. κάνω κάτι υπερβολικά λαμπρό, καταλαμπρύνω 2. παθ. ντύνομαι πολύ ωραία, στολίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγλαΐζω (<… … Dictionary of Greek